συκοφαντία
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
ἡ,
A vexatious or dishonest prosecution, chicane, barratry, blackmail, Lys.4.14, 28.6 (pl.), X.HG2.3.12, D.18.249, Charondas ap.D.S.12.12; συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν = employ chicane in the case, D.19.98; τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν = has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution Id.23.67, cf. POxy. 472.33 (ii A.D.); contrasted with φήμη, Aeschin.2.145; [γραφὴ] συκοφαντίας Arist.Ath.59.3; συκοφαντίας αὐτοῦ κατέγνωτε Lys.13.65.
2 oppression, σ. πένητος LXX Ec.5.7, cf. Ps.118(119).134; extortion, PTeb.43.36 (ii B.C.); τὸ τακτὸν εἰς τὸ πρόστιμον τῆς συκοφαντίας PFlor.6.6 (iii A.D.).
II quibble, sophism, Arist.Rh. 1402a15, cf. EE1221b7.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, das Wesen oder Betragen eines Sykophanten, die falsche Anklage, Verleumdung; Ar. Equ. 435 συκοφαντίας πνεῖν (s. aber das Folgde); Xen. Hell. 2, 3, 13; συκοφαντίαν δέδωκε, Dem. 23, 67, Gelegenheit zu falschen Beschuldigungen; συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν, 19, 98.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 métier de sycophante, délation, calomnie;
2 fraude, sophisme.
Étymologie: συκοφάντης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συκοφαντία -ας, ἡ [συκοφάντης] het leven van valse aanklachten, het sycofant zijn. valse aanklacht, laster:; συκοφαντίας αὐτοῦ κατέγνωτε u heeft hem veroordeeld wegens laster Lys. 13.65; overdr. bedrieglijke redenering, sofisme.
Russian (Dvoretsky)
σῡκοφαντία: ἡ
1 действия сикофанта, донос Lys., Xen.;
2 повод для доноса (συκοφαντίαν διδόναι τινί Dem.);
3 извращение, искажение: τὸ συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν Dem. извращение фактов;
4 мошенничество Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφαντία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ψευδὴς κατηγορία, διαβολή, Λυσί. 102. 5., 180. 2, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 12, Δημ., κλπ.· σ. τινὶ διδόναι, παρέχειν ἀφορμὴν εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 642. 11· συκοφαντίας γραφὴ Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 87. 3 (ἔκδ. Blass). II. λογικὴ ἀπάτη, σόφισμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 10, πρβλ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 11· σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν, διαστρέφειν τὰ πράγματα. Δημ. 372. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συκοφάντης
η ενέργεια του συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή
μσν.
παρερμηνεία
αρχ.
1. λογική απάτη, σόφισμα
2. καταπίεση
3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» — δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.)
β) «συκοφαντίαν τινί προσάγω» — χρησιμοποιώ ψευδείς αποδείξεις ή ισχυρισμούς σε μια υπόθεση (Δημοσθ.).
Greek Monotonic
σῡκοφαντία: ἡ,
I. ψευδής κατηγορία, διαβολή, δυσφήμηση, καταλαλιά, σε Ξεν. κ.λπ.
II. σόφισμα, σοφιστεία, στρεψοδικία, σε Αριστ.
English (Woodhouse)
calumny, insult, reproach, malicious accusation
Wikipedia EN
In modern English, sycophant denotes an "insincere flatterer" and is used to refer to someone practicing sycophancy (i.e. insincere flattery to gain advantage). The word has its origin in the legal system of Classical Athens. Most legal cases of the time were brought by private litigants as there was no police force and only a limited number of officially appointed public prosecutors. By the fifth century BCE this practice had given rise to abuse by "sycophants": litigants who brought unjustified prosecutions. The word retains the same meaning ("slanderer") in Modern Greek and French (where it also can mean "informer"). In modern English, the meaning of the word has shifted to its present usage.