χωριαμός
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
German (Pape)
[Seite 1388] ὁ, = φωριαμός, Hesych., zw.
Greek (Liddell-Scott)
χωριαμός: ὁ, ἀμφίβ. ἀντὶ φωριαμός, παρ’ Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθ. 155.