χρυσοτόρευτος
English (LSJ)
ον,
A embossed with gold, LXX Ex.25.17(18); also χρῡσο-τόρνευτος, κρατήρ Ps.-Callisth.3.28.
German (Pape)
[Seite 1382] aus Gold gearbeitet, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοτόρευτος: -ον, πεποικιλμένος διὰ χρυσοῦ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄ , 18)· «χρυσοτόρευτα· χρυσόγλυφα» Ἡσυχ., πρβλ. Σουΐδ. καὶ Κύριλλ. ἐν λέξει.