χρυσοτόρευτος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοτόρευτος Medium diacritics: χρυσοτόρευτος Low diacritics: χρυσοτόρευτος Capitals: ΧΡΥΣΟΤΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: chrysotóreutos Transliteration B: chrysotoreutos Transliteration C: chrysotoreftos Beta Code: xrusoto/reutos

English (LSJ)

χρυσοτόρευτον, embossed with gold, LXX Ex.25.17(18); also χρυσοτόρνευτος, κρατήρ Ps.-Callisth.3.28.

German (Pape)

[Seite 1382] aus Gold gearbeitet, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοτόρευτος: -ον, πεποικιλμένος διὰ χρυσοῦ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΕ΄, 18)· «χρυσοτόρευτα· χρυσόγλυφα» Ἡσυχ., πρβλ. Σουΐδ. καὶ Κύριλλ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατεργασμένος, στολισμένος με χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χαλκοτόρευτος].