χύμευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A alloy, EM630.52, Eust.828.16, Tz.ad Hes.Sc.122.
Greek (Liddell-Scott)
χύμευσις: -εως, ἡ, ἡ συγχώνευσις, σύμμιξις μετάλλων, Εὐστ. 828. 16, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122.
εως, ἡ,
A alloy, EM630.52, Eust.828.16, Tz.ad Hes.Sc.122.
χύμευσις: -εως, ἡ, ἡ συγχώνευσις, σύμμιξις μετάλλων, Εὐστ. 828. 16, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122.