σύμμιξις
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
(or σύμμειξις), συμμίξεως, ἡ,
A commingling, commixture, πάντων χρημάτων Anaxag.4; τινῶν πρὸς ἄλληλα Pl.Phlb.23d, cf. Plt.309b; αἰσθήσεως καὶ δόξης Id.Sph.264b; ἡ τῶν γάμων σύμμιξις καὶ κοινωνία Id.Lg.721a; ἐκ συμμίξεως = by commixture, Arist.GA785b5, cf. Pl.Ti. 60d.
II sexual intercourse, Id.Lg.839a, Plu.Num.4.
III οἱ υἱοὶ τῶν συμμίξεων mistranslation of Hebr. בְּנֵי הַתַּעֲרֻבוֺת (bənê hattaʿărub̲wōt̲) 'sons of pledges', i.e. 'hostages', through confusion of root with `ēreb 'mixed horde', LXX 4 Ki.14.14.
German (Pape)
[Seite 983] συμμίξεως, ἡ, Mischung, Vermischung, Umgang, Verbindung; γάμων σύμ. καὶ κοινωνία, Plat. Legg. IV, 721 a, ἡ σύμ. τούτων πρὸς ἄλληλα, Phil. 23 d, wie δέξασθαι ξύμμιξιν πρὸς ἀλλήλας, Polit. 309 b. auch von fleischlicher Vermischung, Legg. VIII 839 a.
French (Bailly abrégé)
συμμίξεως (ἡ) :
1 mélange, union;
2 rapports mutuels, commerce réciproque.
Étymologie: συμμίγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμμιξις of σύμμειξις συμμίξεως, ἡ [συμμίγνυμι] vermenging, mengeling, mix. seks, geslachtsgemeenschap, gemeenschap.
Russian (Dvoretsky)
σύμμιξις: συμμίξεως ἡ
1 смешение, смесь, тж. сочетание, соединение (τινος καί τινος и τινος πρός τι Plat.): ἐκ συμμίξεως Plat., Arst. вследствие смешения; ἡ τῶν γάμων ξ. Plat. заключение браков;
2 общение, сношение Plat., Plut.
Greek Monolingual
-συμμίξεως, ἡ, Α
βλ. σύμμιξη.
Greek Monotonic
σύμμιξις: συμμίξεως, ἡ,
I. ανάμειξη, μίξη, ανακάτωμα, το ανακάτεμα, τινος πρός τι, σε Πλάτ.
II. σχέση, σμίξιμο, σαρκική επαφή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμιξις: συμμίξεως, ἡ, συνανάμιξις, μῖξις, τινος πρός τι Πλάτ. Φίληβ. 23D, πρβλ. Πολιτ. 309Β· τινος καί τινος ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 264Β· ἡ τῶν γάμων ξ. καὶ κοινωνία ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 721Α· ἐκ συμμίξεως, δι’ ἀναμίξεως, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 5, 8, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 60D. ΙΙ. ἐπιμιξία, σχέσις, Πλουτ. Νουμ. 4 ― μῖξις σαρκική, Πλάτ. Νόμ. 839Α. ― Παρὰ Φωτίῳ καὶ συμμιξία, ἡ.
Middle Liddell
σύμ-μιξις, συμμίξεως,
I. commixture, τινος πρός τι Plat.
II. intercourse, Plut.