πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties
αἰολόδακρυς (-υ) (Α)αυτός που έχει στα μάτια του λαμπερά δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + δάκρυ].