ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
-η, -ο (Α ἀπίκραντος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν πικράθηκε ή δεν πικραίνεται εύκολα, δεν δοκιμάστηκε, δεν ένιωσε θλίψηαρχ.αυτός που δεν πικρίζει, δεν έχει πικρή γεύση.