απερίεργος
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Greek Monolingual
ἀπερίεργος, -ον (AM)
1. (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη εξεζητημένος, απέριττος, λιτός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπερίεργον
η απλότητα, η αφέλεια.