απλότητα
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
Greek Monolingual
η (AM ἁπλότης, -ητος)
1. ιδιότητα του απλού
2. η ειλικρίνεια
3. η αφέλεια, η έλλειψη επιτήδευσης
4. η γενναιοδωρία, η απλοχεριά
μσν.- νεοελλ.
απλοϊκότητα, ανοησία
μσν.
καλοσύνη, ευγένεια ψυχής
αρχ.
το να είναι κάτι απλό, ενιαίο, να μην αποτελείται από πολλά μέρη.
Translations
simplicity
Aghwan: 𐕉𐔰𐕀𐔰𐕐; Ancient Greek: ἀκοσμία, ἀπεριεργίη, ἀπεριττότης, ἁπλόη, ἁπλότης, ἀπονηρευσία, ἀρχαιότης, ἀφέλεια, ἀφελότης, εὐήθεια, εὐηθία, εὐηθίη, καθαρειότης, λιτότης, συντομία, τὸ ἀκατάσκευον, τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀπέρισσον, τὸ ἀπέριττον, τὸ ἁπλοῦν, τὸ ἀποίητον, τὸ ἀσχημάτιστον, τὸ ἀφελές, χρηστότης; Arabic: بَسَاطَة; Belarusian: прастата; Bulgarian: простота; Catalan: simplicitat; Czech: jednoduchost; Esperanto: simpleco; French: simplicité; Galician: simplicidade; Georgian: სიმარტივე, უბრალოება; German: Einfachheit; Gothic: 𐌰𐌹𐌽𐍆𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: απλότητα; Hebrew: פשטות; Hungarian: egyszerűség; Italian: semplicità; Kurdish Central Kurdish: ساکاری; Latin: simplicitas; Old English: ānfealdnes; Portuguese: simplicidade; Russian: простота; Spanish: simplicidad; Tagalog: kalaharan; Turkish: basitlik; Vietnamese: tính đơn giản; Volapük: balug