γυψοπλάστης
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
modelador en yeso Cassiod.Var.7.5.5, C.Ap.2.252.
Greek Monolingual
ο (θηλ. γυψοπλάστρια, η) (Μ γυψοπλάστης)
αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα.