ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
δεκαμναίος, -α, -ον (Α)αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»].