αξία

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀξία)
1. τιμή, κόστος
2. αντίτιμο, χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάτι διατιθέμενο σε αγοραπωλησία
νεοελλ.
1. το σύνολο των ιδιοτήτων που συνιστούν τη σπουδαιότητα ή χρησιμότητα ενός προσώπου ή πράγματος
2. ο βαθμός της ηθικής ή πνευματικής υπεροχής προσώπου
3. αναγνωρισμένη ικανότητα, επιτηδειότητα, προσόντα
4. ποιοτικό επίπεδο, βαθμίδα
5. φρ. α) «αντικείμενο αξίας» — πολύτιμο, ακριβό αντικείμενο
β) «άνθρωπος αξίας» — αξιόλογος, σημαντικός, σπουδαίος
γ) «ηθικές αξίες» — γενικά παραδεκτές αρχές που διέπουν τη συμπεριφορά και τις σχέσεις των ατόμων
δ) (Γραμμ.) «γενική της αξίας» — η γενική που δηλώνει πόσο αξίζει, πόσο τιμάται κάτι
αρχ.
1. βαθμός, διαβάθμιση, αξιολόγηση
2. φόρος
3. (για πρόσωπα) α) υπόληψη
β) αξίωμα
γ) ό,τι αξίζει κάποιος ανάλογα με τις πράξεις του
4. φρ. α) «κατ' ἀξίαν» — όπως αρμόζει ή αξίζει σε κάποιον
β) «ὑπὲρ τὴν ἀξίαν» — περισσότερο από όσο αξίζει σε κάποιον
5. μεγαλοπρέπεια, απόδοση τιμών
6. πρόστιμο
7. γνώμη, εκτίμηση πράξεων από ηθική άποψη
8. φρ. «ἡ κατ' αξίαν ἰσότης» — αναλογική ισότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αξί-ια < άξιος.
ΣΥΝΘ. απαξία
νεοελλ.
υπεραξία].