ωμέγα
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
το, Ν
1. το εικοστό τέταρτο και τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
2. αστρον. νεφέλωμα στον αστερισμό του τοξότη, που ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματός του
3. φρ. «το άλφα και το ωμέγα» — η αρχή και το τέλος, το παν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦ + μέγα, δηλ. μεγάλο, μακρό -ο-].