αρχή

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84

Greek Monolingual

η (AM ἀρχή)
1. τοπικό ή χρονικό σημείο απ' όπου ξεκινά κάποιος, η αφετηρία ή η έναρξη
2. η πρώτη αιτία
3. η βάση, η προϋπόθεση
4. το μόνο ή κύριο συστατικό στοιχείο
5. ο κανόνας ο διατυπωμένος επιστημονικά
6. η εξουσία, το κράτος, η κυβέρνηση
7. στον πληθ. οι θεμελιώδεις γνώσεις μιας επιστήμης συστηματικά διατυπωμένες
8. τα δημόσια αξιώματα
9. φρ. «κατ' αρχήν» — χωρίς ουσιώδη αντίρρηση
μσν.
δυνάμεις, εξουσίες αόρατες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Η αρχαιότερη σημασία της λ. αρχή «έναρξη» μαρτυρείται από την Ιλιάδα και έχει επιβιώσει στη νέα Ελληνική, ενώ ως φιλοσοφικός όρος σημαίνει την πρώτη αιτία, τα πρωταρχικά στοιχεία, σημασία με την οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αναξίμανδρο.
ΠΑΡ. αρχαίος
αρχ.
αρχήθεν, αρχίδιον
νεοελλ.
αρχύτερος.
ΣΥΝΘ. απαρχή, υπαρχή
αρχ.
αυτοαρχή, επαρχή, καταρχή, μεταρχή, προκαταρχή, προϋπαρχή.