ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
-η, -ο (Α ἄγαμος, -ον)γάμοςανύπαντροςαρχ.1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος»)2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος.