τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
ο (Α ἀγαλματοποιός)κατασκευαστής αγαλμάτων, γλύπτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαλμα + ποιῶ].