αγαλματοποιός

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420

Greek Monolingual

ο (Α ἀγαλματοποιός)
κατασκευαστής αγαλμάτων, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγαλμα + ποιῶ].