αγαλματοποιός
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
Greek Monolingual
ο (Α ἀγαλματοποιός)
κατασκευαστής αγαλμάτων, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγαλμα + ποιῶ].