επισκότιση
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
η (AM ἐπισκότισις) επίσκοτίζω
συσκότιση, σκοτείνιασμα.
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
η (AM ἐπισκότισις) επίσκοτίζω
συσκότιση, σκοτείνιασμα.