θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
τοη ετυμολογία μιας λέξεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη].