Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
ἐσχαρίτης (ενν. άρτος), ὁ (Α) εσχάραάρτος ψημένος στη σχάρα.