εσχάρα

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source

Greek Monolingual

η
βλ. σχάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε -ρᾱ (κατά τα τέφ-ρᾱ, χώ-ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα.
ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης, εσχαρόομαι, έσχαρος, εσχαρών].