Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
εὐάγητος, -ον (Α)
(για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» — ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II].