λαμπρός
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
English (LSJ)
λαμπρά, λαμπρόν, fem. λαμπρή in Ep. (Il.17.269, Hom.Epigr.3.3), but λαμπρά in Hes.Th.19, 371:—
A bright, radiant, of the sun and stars, λ. φάος ἠελίοιο Il.1.605; ἀστήρ 4.77; λαμπρότατος, of Sirius, 22.30 (and of the same, λαμπρὸν παμφαίνῃσι 5.6); λαμπρὰ σελήνη Hes.ll.cc., cf. Th.7.44; πρὶν ἡμέραν λ. γενέσθαι D.H.3.27; of the eyes, S.OT1483, E. Hec.1045, etc., v. infr. 11.3; of metallic bodies, λ. φάλοι, κόρυθες, Il.13.132, 17.269: neut. as adverb, θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες 13.265.
2 of white cloths and the like, bright, λαμπρὸς δ' ἦν ἠέλιος ὥς [ὁ χιτών] Od.19.234; δέρμα… λαμπρότατον λευκότητι Hdt.4.64; λαμπρὰ ἐσθής = toga candida, Plb.10.5.1.
3 of water, clear, limpid, A.Eu.695, Hp.Aër. 5, X.HG5.3.19; of air, λαμπρὸς ἠήρ Hp.Aër. 15; αἰθήρ E.Med.829 (Sup., lyr.).
4 of sound or voice, clear, distinct, Pl.Phlb. 51d, D.19.199; λαμπρὰ κηρύσσειν E.Heracl.864; φωνὴ λαμπροτέρα Arist.HA545a12; opp. φωνὴ ἀσαφής, Id.Aud.801b22; λαμπρὸν ἀνολολύξαι Plu. 2.768d; cf. λάμπω 1.2.
5 metaph., of vigorous action, λαμπρὸς ἄνεμος = a keen wind, Hdt.2.96, cf.A.Ag.1180; λαμπρὸς ἤδη καὶ μέγας καθιείς swooping down like a fresh and mighty breeze, Ar.Eq.430, cf. 760; λαμπρὸς φανήσεται he will come furiously forth, E.Heracl.280; λαμπρὰ μάχη = a keenly contested battle, Plb.10.12.5; λαμπρότερος κίνδυνος Id.1.45.9. Adv. λαμπρῶς, ἐπικείμενοι vigorously, Th.7.71; utterly, λαμπρῶς ἡττῆσθαι, λαμπρῶς περιεστοιχίσθαι, Hld.4.4, 9.1.
6 metaph. also, clear, manifest, μαρτύρια A.Eu.797; ταῦτ' ἐπειδὴ λαμπρὰ συμβαίνει S.Tr.1174; ἴχνη X.Cyn. 5.5; γεγενημένης τῆς νίκης λ. ἤδη Th.7.55; λαμπρὰ φυγή = decisive, Arr.An. 2.11.3. Adv. λαμπρῶς, κοὐδὲν αἰνικτηρίως A.Pr.833; λελυμένων λ. τῶν σπονδῶν Th.2.7; λ. νικᾶν Arr.An.2.10.4; λαμπρῶς ἐλέγετο it was said without concealment, Th.8.67.
II of persons, well-known, illustrious by deeds, station, etc., λ. ἐν τῇσι Ἀθήνῃσι Hdt.6.125; ἐν τοῖσι πολέμοισι ἐὼν λαμπρότατος Id.7.154; λ. ἐν [τοῖς κινδύνοις] D.19.269; λαμπροτάτους γενομένους τῶν καθ' ἑαυτούς Th.1.138; ἐξ ἀδόξων γενέσθαι λ. Isoc.5.89; λ. ἐς γένος E.El.37; ἐν λόγοις Id.Supp.[902]; as honorary title, λαμπρότατος, = Lat. clarissimus, IG14.911, 7.91, etc.; of cities, councils, etc., ἡ λαμπρὰ τῶν Μιλησίων μητρόπολις SIG906 A 4 (iv A. D.), cf. 867.4 (Sup., Ephesus, ii A. D.); of actions, etc., ἔργον οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν λ. γίνεται Hdt.3.72; τὸν βίον λ. ποιεῖσθαι S.OC1144; τὸ λ. φῶς ἀποσβεννὺς γένους Trag.Adesp.9.
2 magnificent, munificent, λ. ἐν ταῖς λειτουργίαις Isoc.3.56, cf. D.21.153 (Sup.); ὁ λαμπρὸς καὶ πλούσιος οὗτος ib. 174. Adv. λαμπρῶς, χορηγεῖν Antipho 2.2.12, Arist.EN1122b22.
3 bright, joyous, λαμπρὸς ὥσπερ ὄμματι = even as his face is bright, of the bearer of good news, S.OT 81, cf. X.HG4.5.10; λαμπρὸν ἐξέπεμψα with bright hopes, S.El.1130; λ. ταῖς ἐλπίσιν Jul.Or.2.64b; also ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, of one clear in conscience, Pi.N.7.66.
III of outward appearance, splendid, brilliant, νυμφίον… λ. ὄντα Ar.Pax859; of a horse, IG22.956.87, X.Eq.11.1; in dress, Id.Cyn.2.4.5 (Sup.); of youthful bloom, ὥρᾳ ἡλικίας λ. Th.6.54; of healthy look, Hp.Aër. 24; of property, dress, etc., εἴ τί γ' ἔστι λαμπρὸν καὶ καλόν Ar.Pl.144, cf. E.Fr.316.5; κατασκευή X.Smp.1.4 (Comp.); λαμπρὸν κάλλος = beaming beauty, Pl. Phdr.250b, etc.: more generally λ. τι ποιεῖν X.Cyr.5.4.15; τὸ λαμπρόν = splendour, Pi.N.8.34; λ. γενέσθαι βουλόμεσθα τοὺς γάμους Euang.1.3. Adv. λαμπρῶς, opp. λιτῶς, Phld.Mort.30: Sup. λαμπρότατα X.Cyr.2.4.1; later λαμπροτάτως JHS44.26 (Ancyra, ii A. D.).
2 of language, brilliant, τῶν διθυράμβων τὰ λαμπρά Ar.Av.1388; λαμπρὰ λέξις = ornamental diction, Arist. Po.1460b4; λόγος Hermog.Id.1.9.
IV Astrol., of degrees in a zodiacal sign, ἑκάστου ζῳδίου λαμπρὰς μοίρας ἐξέθεντο Heph.Astr.1.1, al.
V for Adv. λαμπρῶς, v. supr. 1.5 and 6, 11.2, 111.1
German (Pape)
[Seite 12] (λάμπω), 11 leuchtend, glänzend, Hom. meist vom Glanz der Himmelskörper, λ. φάος ἠελίοιο, Il. 1, 650, ἀστήρ, 4, 77, u. des Erzes, φάλοι, κόρυθες, 13, 132. 17, 269; so Pind. φέγγος, ἀκτῖ. νες, P. 8, 101. 4, 198; ἡλίου κύκλος, Aesch. Pers. 496, wie Soph. Ant. 412; λαμπρὸν ἡλίου σέλας El. 17; auch στεροπή, Ai. 250; übertr., τὸ λαμπρὸν φῶς ἀποσβεννὺς γένους frg. 497; auch in Prosa, πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γίνεσθαι D. Hal. 3, 27; ἦν σελήνη λαμπρά, heller Mondschein, Thuc. 7, 44; – αἰθήρ, Eur. Or. 1087; vgl. Ar. Nub. 269; – κάλλος, strahlende Schönheit, Plat. Phaedr. 250 b; vom Auge, ὄμμα, Eur. Hec. 1045; Soph. O. R. 1483. – Von allen glänzenden Farben, besonders = weiß, rein, χιτὼν λαμπρὸς ἦν ἠέλιος ὥς Od. 19, 234; bei Pol. 10, 4, 5 von der toga candida; von prächtigen Kleidern, ἐβουλόμην σε ὡς λαμπρότατον φανῆναι Xen. Cyr. 2, 4, 5. – Auch von der Stimme, helltönend, laut, Poll. 2, 116; λαμπρὰ κηρύσσειν, Eur. Heracl. 864; λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Dem. 19, 199; φώνημα λαμπρότατον, Luc. Alex. 3; übertr., hell, einleuchtend, λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν Aesch. Eum. 764, wie λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Prom. 835; λαμπρὰ συμβαίνει, glänzend trifft es ein, Tr. 1164; so kann man auch fassen γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη, da der Sieg entschieden war, Thuc. 7, 55. – 2) rein u. unvermischt, vom Wasser, klar, βορβόρῳ θ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων Aesch. Eum. 695; τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; dah. kräftig, frisch, ἄνεμος, Her. 2, 96; vgl. Plut. Them. 14; Pol. 1, 44, 3. 60, 6; ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Plut. conj. praec. 413, was Einige trans, hell machend, die Luft reinigend od. die Wolken verjagend erkl., unrichtig. Dahin kann man auch rechnen μάχη λαμπρά, heftige Schlacht, Pol. 10, 12, 15, vgl. 16, 5, 7, κίνδυνος λαμπρότερος, 1, 45, 9. – 3) oft von Menschen, theils = durch Tatenglanz hervorleuchtend, berühmt, angesehen, ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν πολέμοις, Her. 6, 125. 7, 154; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι Soph. O. C. 1146; Παυσανίαν καὶ Θεμιστοκλέα, λαμπροτάτους γενομένους τῶν καθ' ἑαυτούς Thuc. 1, 138; ἐν τοῖς κινδύνοις Pol. 24, 1, 6; – theils durch Aufwand od. Lebensweise, prachtliebend, freigebig, splendid, ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr. 3, 56; ὁμολογῶ Μειδίαν ἁπάντων τῶν ἐν τῇ πόλει λαμπρότατον γεγενῆσθαι Dem. 21, 153; Plat. Hipp. min. 368 d; πρὸς τὰ χρήματα Plut. Philop. 15. Auch τῶν διθυράμβων τὰ λαμπρά, prunkvoll, Ar. Av. 1388, vgl. Plut. 144; ἔπη Soph. O. C. 725. Aehnl. οὐκ ἐν λόγοις ἦν λαμπρὸς ἀλλ' ἐν ἀσπίδι – δεινὸς σοφιστής Eur. Suppl. 902. – Adv. λαμπρῶς, glänzend, prächtig, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα προσελθεῖν, Xen. Cyr. 2, 4, 1; – heftig (s. oben 2), ἐπικείμενοι Thuc. 7, 71; λαμπρῶς ἐχρήσαντο τοῖς χρήμασι Pol. 4, 57, 10.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. brillant :
1 au propre ; particul. brillant de blancheur;
2 p. anal. brillant de beauté, de jeunesse, de joie, etc.
3 splendide, magnifique;
4 illustre;
II. clair, limpide ; p. anal. en parl. de la voix, du son clair, sonore ; λαμπρὸν ἀνολολύζειν PLUT éclater en cris de douleur ; fig. clair, évident, manifeste;
III. p. ext. fort, véhément;
Cp. λαμπρότερος, Sp. λαμπρότατος.
Étymologie: R. Λαμπ, briller, cf. λάμπω.
Russian (Dvoretsky)
λαμπρός:
1 светлый, сияющий, яркий (φάος ἠελίοιο Hom.; ἀκτῖνες Pind.; ἡλίου σέλας Soph.; ἀστήρ NT); блестящий, сверкающий (φάλοι, κόρυθες Hom.); светлый, блистающий, яркий (ὁ χιτών Hom.: ἐσθής NT); светлый, лучезарный (κάλλος Plat.);
2 чистый, прозрачный (αἰθήρ Eur.; ὕδωρ Aesch.);
3 чистый, ясный (φωνή Dem.; φώνημα Luc.): λαμπρὰ κηρύσσειν Eur. громогласно возвещать; λαμπρὸν ἀνολολύζειν Plut. громко возопить;
4 ясный, отчетливый, четкий (ἴχνη Xen.);
5 ясный, явный, бесспорный (νίκη Thuc.; μαρτύρια Aesch.);
6 славный, знаменитый (ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν τοῖσι ιτολέμοισι, ἔργον Her.; βίος Soph.);
7 пышный, окруженный блеском (λ. καὶ πλούσιος Dem.);
8 величавый, возвышенный (ἔπη Soph.);
9 щедрый (ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr.; πρὸς τὰ χρήματα Plut.);
10 великолепный, горделивый (ἵππος Xen.);
11 блистательный, цветистый (λέξις Arst.);
12 сияющий, радостный (ὄμματι Soph.);
13 полный жизни, цветущий (ὥρα ἡλικίας Thuc.);
14 сильный, резкий (ἄνεμος Her.);
15 ожесточенный (μάχη Polyb.);
16 серьезный, грозный (κίνδυνος Polyb.): λ. φανήσεται Eur. (Эврисфей) явится, словно гроза.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρός: -ά, -όν, οὐδέποτε λαμπρή, ἔτι καὶ παρ’ Ἐπ., ἴδε Ἡσ. Θ. 18, 371, ἂν καὶ διατηρεῖται ἐν Ἐπιγρ. Ὁμ. 3. 3· (λάμπω)· λαμπρός, ἀκτινοβόλος, ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἀστέρων, λ. φάος ἠελίοιο Ἰλ. Α. 605· ἀστὴρ Δ. 77· λαμπρότατος, ὁ Σείριος, Χ. 30· (ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ, λαμπρὸν παμφαίνει Ε. 6)· λαμπρὰ σελήνη Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Θουκ. 7. 44· πρὶν ἡμέραν λ. γενέσθαι Διον. Ἁλ. 3. 27· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1483, Εὐρ., κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· ἐπὶ μεταλλικῶν σωμάτων, λ. φάλοι, κόρυθες Ἰλ. Ν. 132. Ρ. 269. 2) ἐπὶ λευκῶν ἐνδυμάτων καὶ τῶν τοιούτων, λαμπρὸς δ’ ἦν, ἠέλιος ὥς [ὁ χιτὼν] Ὀδ. Τ. 234· δέρμα... λαμπρότατον λευκότητι Ἡρόδ. 4. 64· λ. ἐσθής, ἡ Ρωμαϊκὴ toga candida, Πολύβ. 10. 5, 1. 3) ἐπὶ ὕδατος, λαμπρός, καθαρός, διαυγής, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Αἰσχύλ. Εὐμ. 695, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19· οὕτω, λ. ἀὴρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· αἰθὴρ Εὐρ. Μήδ. 829· οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., λαμπρὸν παμφαίνῃσι Ἰλ. Ε. 6· λ. γανόωντες Ν. 265· λ. ἐκλάμπειν Εὐρ. Ἀποσπ. 332. 4) ἐπὶ τῆς φωνῆς, καθαρός, ἠχηρός, διακεκριμένος, εὐκρινής, ὡς τὸ Λατ. clarus, Πλάτ. Φίληβ. 51D, Δημ. 403. 16· οὕτω, λαμπρὰ κηρύσσειν Εὐρ. Ἡρακλ. 864· φωνὴ λαμπροτέρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 7· ἀντίθ. τῷ φ. ἀσαφής, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 24· λαμπρὸν ἀνολολύζειν Πλούτ. 2. 768D· πρβλ. λάμπω Ι. 2, σομφός. 5) μεταφ. ἐπὶ ζωηρᾶς ἐνεργείας ἢ πράξεως, λ. ἄνεμος, δυνατός, διαπεραστικὸς ἄνεμος, Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1180· λ. καὶ μέγας καθιείς, κατερχόμενος ὡς ἰσχυρῶς πνέουσα αὔρα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 430, πρβλ. 760· λαμπρὸς φανήσεται, θὰ ἐμφανισθῇ ὁρμητικώτατος, Εὐρ. Ἡρακλ. 280· λ. μάχη, πεισματώδης, Πολύβ. 10. 12, 5· λαμπρότερος κίνδυνος ὁ αὐτ. 1. 45, 9· - οὕτως ὡς ἐπίρρ., λαμπρῶς ἐπικεῖσθαι, ζωηρῶς, ὁρμητικῶς, μετὰ δραστηριότητος, Θουκ. 7. 71· ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, κατὰ κράτος, λ. ἡττᾶσθαι, λ. ἀπειπεῖν Ἡλιόδ. 6) μεταφ. ὡσαύτως, φανερός, σαφής, καταφανής, μαρτύρια Αἰσχύλ. Εὐμ. 797, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1174· ἴχνη Ξεν. Κυν. 5, 5· γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη Θουκ. 7. 55· λ. φυγή, ἀποφασιστική, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11, 3· - οὕτως ὡς ἐπίρρ., λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Αἰσχύλ. Πρ. 833, πρβλ. Χο. 810· λελυμένων λ. τῶν σπονδῶν Θουκ. 2, 7, λ. νικᾶν 2. 4, 10· λαμπρῶς ἐλέγετο, ἐλέγετο ἄνευ ἀποκρύψεως, Θουκ. 8. 67. ΙΙ. ἐπὶ προσ., γνωστός, ἔνδοξος ἐκ τῶν ἔργων του, τῆς θέσεώς του, κτλ., λ. ἐν Ἀθήνῃσι Ἡρόδ. 6. 125· ἐν τοῖσι πολέμοισι ἐὼν λαμπρότατος ὁ αὐτ. 7. 154· λ. ἐν τοῖς κινδύνοις Δημ. 427. 16· λαμπροτάτους γενομένους τῶν καθ’ ἑαυτοὺς Θουκ. 1. 138· ἐξ ἀδόξων γενέσθαι λ. Ἰσοκρ. 100Β· λ. ἐς γένος Εὐρ. Ἠλ. 37· ἐν λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 902· - οὕτως ἐπὶ πράξεων, κτλ.· ἔργον οὐδὲν ἀπ’ αὐτῶν λ. γίνεται Ἡρόδ. 3. 72· τὸν βίον λ. ποιεῖσθαι Σοφ. Ο. Κ. 1144· τὸ λ. φῶς ἀποσβεννὺς γένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 497. 2) μεγαλοπρεπής, γενναῖος, ἐλευθέριος, μεγαλόδωρος, ὡς τὸ Λατ. splendidus, clarus, λ. ἐν ταῖς λειτουργίαις Ἰσοκρ. 38D, πρβλ. Ἀντιφῶντα 117. 33, Δημ. 564. 11· λ. καὶ πλούσιος οὗτος ὁ αὐτ. 571. 2· ἴδε φιλότιμος Ι. 2· - Ἐπίρρ., λαμπρῶς χορηγεῖν Ἀριστοφ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 11. 3) φαιδρός, λ. καὶ κατ’ ὄμμα καὶ φύσιν Σοφ. Τρ. 379· λ. ὥσπερ ὄμματι, ἐπὶ κομιστοῦ εὐαρέστων ἀγγελιῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 81, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 10· λαμπρὸν ἐξέπεμψα, μὲ λαμπρὰς ἐλπίδας, Σοφ. Ἠλ. 1130, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 318· ὡσαύτως ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος καθαρὰν τὴν συνείδησιν, Πινδ. Ν. 7. 97. ΙΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ φαινομένου, λαμπρός, ὡραῖος, νυμφίον... λ. ὄντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 859· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 2, 1· ἐπὶ ἱματισμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 4, 5· ἐπὶ τῆς νεότητος, ὥρᾳ ἡλικίας λ. Θουκ. 6. 54· ἐπὶ ὑγιοῦς ἐξωτερικοῦ, Ἱππ. 295. 3· -οὕτως ἐπὶ περιουσίας, ἱματισμοῦ, κτλ., εἴ τί γ’ ἔστι λ. καὶ καλὸν Ἀριστοφ. Πλ. 144· κατασκευὴ Ξεν. Συμπ. 1, 4· λ. κάλλος Πλάτ. Φαῖδρ. 250Β· κτλ.· γενικώτερον, λ. τι ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 15· τὸ λαμπρόν, ἡ λαμπρότης, Πινδ. Ν. 8. 57· λαμπρὰ λέξις, λαμπρὸν λεκτικόν, Ἀριστ. Ποιητ. 24, 23· λαμπροὺς γενέσθαι βουλόμεσθα τοὺς γάμους Εὐάγγελος ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 3· - λαμπρότατα, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 1. 2) ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, τῶν διθυράμβων τὰ λ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388· λόγος Ἑρμογ. IV. περὶ τοῦ ἐπιρρ. λαμπρῶς, ἴδε ἀνωτ. Ι. 3 καὶ 4.
English (Autenrieth)
sup. λαμπρότατος: bright, brilliant, shining. (Il. and Od. 19.234.)
English (Slater)
λαμπρός shining, brilliant λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς (P. 4.198) δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν the golden fleece (P. 4.241) ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν (P. 8.97) n. s. pro subs., (πάρφασις)· ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν brilliance (N. 8.34) n. s. pro adv. ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν (N. 7.66)
English (Strong)
from the same as λαμπάς; radiant; by analogy, limpid; figuratively, magnificent or sumptuous (in appearance): bright, clear, gay, goodly, gorgeous, white.
English (Thayer)
λαμπρά, λαμπρόν (λάμπω);
a. shining; brilliant: ἀστήρ, Homer, Iliad 4,77, etc.); clear, transparent, splendid, magnificent (A. V. gorgeous, bright (see below)): ἐσθής, λίνον (L Tr WH λίθον), βύσσινος, splendid (R. V. sumptuous)) things, i. e. elegancies or luxuries in dress and style, λαμπρά τηβεννα, toga candida, Polybius 10,4, 8; 10,5, 1); accordingly the Vulg. in candidas; and some interpreters, following the Vulg. (indutum vestc alba), understand 'white apparel' to be spoken of in A. V. gorgeous; (see above)); cf. Keim, iii., p. 380 note (English translation, vi. 104).
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM λαμπρός, -ά, -όν, θηλ. και -ή)
1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν μὲν γὰρ σελήνη λαμπρά», Θουκ.)
2. (για τα μάτια και για το βλέμμα) έντονος στην έκφραση, σπινθηροβόλος («οὐ γάρ ποτ' ὄμμα λαμπρὸν ἐνθήσεις κόραις», Ευρ.)
3. (για μέταλλα και μεταλλικά είδη) στιλπνός, αστραφτερός (α. «λαμπρά αργυρά σκεύη» β. «λαμπρῇσιν κορύθεσσι». Ομ. Ιλ.)
4. (για την ημέρα) ολοφώτεινος, κατάφωτος
5. (για τη φωνή) ευκρινής, εύηχος («ἐρεῖ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ», Δημοσθ.)
6. (για λεκτικό ύφος) ωραίος, καλλιεπής
7. (για πρόσ.) ξακουστός, περίφημος, ένδοξος («ἄπασι συνέπεσεν ἐξ ἀδόξων μὲν γενέσθαι λαμπροῖς», Ισοκρ.)
8. εξαίρετος, υπέροχος, έξοχος
9. το ουδ. ως ουσ. το λαμπρό(ν)
η λαμπρότητα
νεοελλ.
1. (για άνεμο) ο μεταξύ μετρίου και σφοδρού, αλλ. φρέσκος
2. το θηλ. ως ουσ. η λαμπρή
κοινή ονομασία φυτού του γένους λαβαντούλα
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λαμπρή ἡ η Λαμπρά
η γιορτή της Ανάστασης, το Πάσχα
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. φωτιά
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. α) τα επίγεια αγαθά
β) δόξα, τιμή
γ) καημός, βάσανο
δ) βολή πυροβόλου
ε) κεραυνός
2. φρ. «λαμπρὸν ἑλληνικόν» — το υγρό πυρ
(μσν. -αρχ.) (το υπερθ.) λαμπρότατος, -άτη, -ον
(ως τιμητικό επίθ.) εκλαμπρότατος, μεγαλειότατος
αρχ.
1. (για νερό) διαυγής («τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων», Ξεν.)
2. (για ένδυμα) α) λευκός («ὁ δὲ λαβὼν πρῶτον λαμπρὰν ἐσθῆτα», Πολ.)
β) καθαρός
3. (για αμφίεση) πολυτελής
4. ισχυρός, δυνατός, ορμητικός («ταῦτα τὰ πλοῑα... οὐ δύναται πλέειν, ἢν μὴ λαμπρὸς ἄνεμος ἐπέχη», Ηρόδ.)
5. (για μάχη) πεισματώδης
6. (για κίνδυνο) άμεσος, επικείμενος («τοσούτῳ λαμπρότερον ἦν ὁ κίνδυνος», Πολ.)
7. (για πράγματα και γεγονότα) καταφανής, φανερός («τότε δὲ ἤδη λαμπρά τε καὶ ἐκ πάντων ἡ φυγὴ ἐγίγνετο», Αρρ.)
8. (για πρόσ.) γενναιόδωρος («λαμπροὺς δ' ἔν τε ταῖς ὑπὲρ τῆς πόλεως λειτουργίαις», Ισοκρ.)
9. (για πρόσ. και για πράγματα) χαρμόσυνος, ευχάριστος.
επίρρ...
λαμπρώς και -ά (AM λαμπρῶς)
με λαμπρό τρόπο, θαυμάσια, εξαίρετα
μσν.
1. αξιοπρεπώς
2. πολύ ευχάριστα
(μσν. -αρχ.) ολοσχερώς, ολοκληρωτικά («ἡ Χαρίκλεια δὲ ἥττητο λαμπρῶς», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. σφοδρά, δυνατά
2. σαφώς, καταφανώς, φανερά («λαμπρῶς ἐλέγετο», Θουκ.)
3. γενναιόδωρα («λαμπρῶς δὲ χορηγοῦν
το», Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + επίθημα -ρός (πρβλ. λεπρός, σαθρός).
ΠΑΡ. λαμπρίζω, λαμπρότητα, λαμπρύνω, λαμπτήρ
μσν.
λαμπράτος
μσν.- νεοελλ.
λαμπραίνω
νεοελλ.
λαμπράδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαμπροειδής, λαμπρόφωνος
αρχ.
λαμπραυγής, λαμπρείμων, λαμπρόβιος, λαμπρόζωνος, λαμπρόμαλλος, λαμπρομοιρίαι, λαμπρόπους, λαμπροπυρσόμορφος, λαμπροφαής, λαμπροφανής, λαμπροφεγγής, λαμπρόφθαλμος, λαμπροφοίτης, λαμπρόψυχος
αρχ.-μσν.
λαμπρότοξος
μσν.
λαμπροδόμητος, λαμπροκάρκαλλον, λαμπρόκλωστος, λαμπροκόκκινος, λαμπρολογώ, λαμπρομάτα, λαμπρόμορφος, λαμπροπουκαμισάτος, λαμπροπρεπής, λαμπρόσπορος, λαμπρόφθογγος, λαμπροφωτεινός, λαμπροχάριτες, λαμπροχαριτωμένα, λαμπροχίτων, λαμπροχρωματισμένος
μσν.- νεοελλ.
λαμπροστόλιστος
νεοελλ.
λαμπροκεφάλι, λαμπρόξανθος, λαμπρόπλαστος, λαμπροπούλι, λαμπρόσκολα. (Β' συνθετικό) έκλαμπρος, κατάλαμπρος, υπέρλαμπρος
αρχ.
διάλαμπρος, επίλαμπρος, εύλαμπρος, ημίλαμπρος, υπόλαμπρος
νεοελλ.
ολόλαμπρος, περίλαμπρος, φεγγαρόλαμπρος].
Greek Monotonic
λαμπρός: -ά, -όν (λάμπω)·
I. 1. λαμπρός, φωτεινός, ακτινοβόλος, λέγεται για τον ήλιο, τα αστέρια, τα μάτια κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. λέγεται για λευκά ενδύματα και άλλα παρόμοια, φωτεινός, λευκός, καθαρός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
3. λέγεται για το νερό, λαμπρός, καθαρός, διαυγής, σε Αισχύλ., κ.λπ.· λέγεται για τον αέρα, σε Ευρ.
4. λέγεται για τη φωνή, καθαρός, ηχηρός, ευκρινής, Λατ. clarus, σε Δημ.· ομοίως, λαμπρὰ κηρύσσειν, σε Ευρ.
5. μεταφ., χρησιμ. για έντονη, ζωηρή πράξη ή ενέργεια, λαμπρὸς ἄνεμος, δυνατός, διαπεραστικός άνεμος, σε Ηρόδ.· λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς, αυτός που κατέρχεται όπως η αύρα που πνέει με δύναμη, σε Αριστοφ.· λαμπρὸς φανήσεται, θα εμφανιστεί ορμητικώτατος, σε Ευρ.· ομοίως, ως επίρρ., λαμπρῶς, ζωηρά, ορμητικά, σε Θουκ.
6. επίσης, μεταφ., φανερός, σαφής, καταφανής, σε Αισχύλ., Θουκ.· ομοίως, ως επίρρ., λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως, σε Αισχύλ.· λελυμένων λαμπρῶς τῶν σπονδῶν, σε Θουκ.· λαμπρῶς ἐλέγετο, λεγόταν χωρίς να αποκρύβεται τίποτα, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, γνωστός, ένδοξος για τα έργα του, περίφημος για τη θέση του κ.λπ., σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης, μεγαλοπρεπής, γενναίος, μεγαλόδωρος, Λατ. splendidus, clarus, σε Δημ., κ.λπ.
2. εύθυμος, χαρωπός, φαιδρός, σε Σοφ.
III. λέγεται για την εξωτερική εμφάνιση, λαμπρός, μεγαλοπρεπής, ωραίος, σε Ξεν.· χρησιμ. για τη νεότητα, σε Θουκ.· ομοίως, και για ένδυση, κ.λπ., σε Αριστοφ.· ως επίρρ., λαμπρότατα, σε Ξεν.
Middle Liddell
λαμπρός, ή, όν λάμπω
I. bright, brilliant, radiant, of the sun and stars, the eyes, etc., Il., Attic
2. of white objects, bright, Od., Hdt.
3. of water, bright, limpid, Aesch., etc.; of the air, Eur.
4. of the voice, clear, sonorous, distinct, Lat. clarus, Dem.; so, λαμπρὰ κηρύσσειν Eur.
5. metaph. of vigorous action, λ. ἄνεμος a fresh keen wind, Hdt.; λ. καὶ μέγας καθιείς swooping down like a fresh and mighty breeze, Ar.; λαμπρὸς φανήσεται he will come vigorously forth, Eur.:—so adv., λαμπρῶς vigorously, Thuc.
6. metaph. also, clear, manifest, decisive, Aesch., Thuc.: —so adv., λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Aesch.; λελυμένων λ. τῶν σπονδῶν Thuc.; λαμπρῶς ἐλέγετο it was said without concealment, Thuc.
II. of persons, well-known, illustrious, Hdt., Dem.: also magnificent, munificent, Lat. splendidus, clarus, Dem., etc.
2. bright, joyous, Soph.
III. of outward appearance, splendid, brilliant, Xen.; of youthful bloom, Thuc.: —so of dress, etc., Ar., etc.:—adv., λαμπρότατα most splendidly, Xen.
Chinese
原文音譯:lamprÒj 藍普羅士
詞類次數:形容詞(9)
原文字根:發光(著)
字義溯源:明亮的,光明的,華美的,華美物件,華麗的,發光的,閃爍的,光輝的,清楚的;源自(λαμπάς / ὑπολαμπάς)=燈);而 (λαμπάς / ὑπολαμπάς)出自(ἐπιλάμπω / λάμπω)*=放光)。
同義字:1) (λαμπρός)明亮的,華麗的 2) (λευκός)白的,潔白 3) (φωτεινός)明亮的,光明的
出現次數:總共(9);路(1);徒(1);雅(2);啓(5)
譯字彙編:
1) 明亮(2) 啓22:1; 啓22:16;
2) 光明的(2) 徒10:30; 啓15:6;
3) 光明(1) 啓19:8;
4) 華美物件(1) 啓18:14;
5) 華美(1) 雅2:3;
6) 華美的(1) 雅2:2;
7) 華麗(1) 路23:11
English (Woodhouse)
bright, brilliant, celebrated, cheerful, clear, evident, exalted, famous, fine, flashing, illustrious, limpid, magnificent, manifest, open, plain, signal, smiling, splendid, sprightly, cheerful of looks, of colour, of sound
Translations
bright
Arabic: لَامِع, نَيِّر, سَاطِع; Egyptian Arabic: منور, لامع, نير; Armenian: պայծառ; Bashkir: яҡты, асыҡ, баҙыҡ, сағыу; Belarusian: яркі, светлы; Bengali: রওশন; Brunei Malay: tarang; Bulgarian: светъл, ярък; Catalan: brillant, clar, lluent; Chamicuro: tsenewa; Chechen: къегина; Cherokee: ᎤᏍᎪᏍᏗ; Chinese Mandarin: 亮, 明, 明亮; Literary Chinese: 皞; Cornish: spladn, splann; Czech: jasný, světlý; Danish: funklende, klar, lys; Dutch: fel, helder; Evenki: ңэрипчу; Faroese: bjartur; Finnish: kirkas; French: brillant, clair, luisant; Galician: brillante; Georgian: კაშკაშა, ელვარე; German: glänzend, hell, strahlend; Gothic: 𐌱𐌰𐌹𐍂𐌷𐍄𐍃; Greek: λαμπερός, λαμπρός, φωτεινός; Ancient Greek: ἀγλαός, αἴθριος, ἀνθεμόεις, ἀνθηρός, ἀργιμήτας, ἀρίδηλος, ἀριφραδής, διαυγές, διαυγής, διϊπετής, ἐξαυγής, εὐαγής, εὐανθής, εὐήμερος, εὐπινής, εὐφεγγής, ἱλαρός, καλλιφεγγής, λαμπρός, λαμυρός, λιπαρός, νῶροψ, παμφαής, πολιός, πορφύρεος, πυρώδης, σελασφόρος, τηλαυγής, φαεινός, φαεννός, φαεσφόρος, φαιδρός, φανός, φιαρός, φλογωπός, φλογώψ, φοῖβος, φωτεινός, χαροπός; Guaraní: hesakã; Hebrew: בהיר, בהירה; Hindi: चमकीला, उज्ज्वल, रौशन; Hungarian: világos; Icelandic: bjartur, ljómandi, skær, skínandi; Ilocano: nalawag, naraniag; Ingush: къаьга; Interlingua: brillante; Irish: án, geal, gléineach, spéiriúil, lonrach; Italian: brillante, luminoso, lucente; Japanese: 明るい; Kapampangan: masala; Kazakh: жарқын; Korean: 밝다, 환하다; Kurdish Central Kurdish: بریقەدار; Kyrgyz: жарык, жаркыраган, жаркырап турган; Latgalian: gaišs, spūdrys; Latin: lucidus; Latvian: gaišs, spilgts, spožs; Lithuanian: ryškus, šviesus; Lubuagan Kalinga: mampadcha; Luxembourgish: blénkeg, fénkeleg, hell; Macedonian: светол; Malay: terang; Manchu: ᡤᡝᠩᡤᡳᠶᡝᠨ, ᡤᡝᡥᡠᠨ; Manx: sullyr; Norwegian: lys; Bokmål: knall-; Occitan: brilhant, clar; Old English: beorht; Ossetian: ирд; Persian: فروزان, روشن, تابناک; Polish: jasny; Portuguese: brilhante, claro, luminoso, radiante; Romanian: clar, luminos, strălucitor; Russian: яркий, ясный, светлый, сияющий; Sanskrit: अर्जुन, उज्ज्वल; Scots: bricht; Scottish Gaelic: soilleir; Serbo-Croatian Cyrillic: светао, свијетао; Roman: svetao, svijetao; Slovak: jasný, svetlý; Slovene: svetel; Spanish: brillante, claro, lucio, luminoso, resplandeciente; Swedish: ljus; Tagalog: maliwanag; Tajik: равшан; Telugu: ప్రకాశవంతమైన; Tocharian B: lakᵤtse; Tupinambá: endypuk; Turkish: aydınlık, parlak; Tuwali Ifugao: hiy'o; Ukrainian: яскравий, сві́тлий; Urdu: چمکیلا, روشن, اججول; Vietnamese: sáng, sáng sủa; Waray-Waray: mahayag, masuna; Welsh: hoyw; Yagnobi: рахшин; Yakut: сырдык; Yiddish: העל, ליכטיק; Zazaki: rosnayi
magnificent
Arabic: عَظِيم, رَائِع; Moroccan Arabic: عضيم, فن; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
distinguished
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye