αδρομέρεια

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

η αδρομερής
1. σύσταση ή έκθεση λόγου ή πράγματος σε αδρές, σε γενικές γραμμές
2. ένα από τα μέρη αυτής της μη λεπτομερειακής εκθέσεως.