αδρομερής
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
Greek Monolingual
-ές (Α ἁδρομερής)
1. αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη λεπτομερής, γενικός, περιληπτικός
2. χοντροκομμένος, τραχύς, αδρός, στιβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁδρὸς + μέρος.
ΠΑΡ. (νεολλ.) αδρομέρεια].