Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδρομερής

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

-ές (Α ἁδρομερής)
1. αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη λεπτομερής, γενικός, περιληπτικός
2. χοντροκομμένος, τραχύς, αδρός, στιβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁδρὸς + μέρος.
ΠΑΡ. (νεολλ.) αδρομέρεια].