αδιαιρεσία
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
ἀδιαιρεσία, η (Α) ἀδιαίρετος
το να είναι κάτι αδιαίρετο, αδιάσπαστο, η αδιαιρετότητα.
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
ἀδιαιρεσία, η (Α) ἀδιαίρετος
το να είναι κάτι αδιαίρετο, αδιάσπαστο, η αδιαιρετότητα.