αδιαιρεσία
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
Greek Monolingual
ἀδιαιρεσία, η (Α) ἀδιαίρετος
το να είναι κάτι αδιαίρετο, αδιάσπαστο, η αδιαιρετότητα.