αειθανής
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
Greek Monolingual
ἀειθανής, -ές (Α)
αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θανής < θαν-, θ. αόρ. β' ἔθανον του θνῂσκω].