ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
ἀειθανής, -ές (Α)αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο του θανάτου.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + θανής < θαν-, θ. αόρ. β' ἔθανον του θνῂσκω].