αεροπλοΐα

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (Αερον.)
κλάδος της αεροναυτικής που αναφέρεται στη μελέτη, κατασκευή και κυρίως στον χειρισμό αεροπλοίων, δηλαδή αεροσκαφών ελαφρότερων από τον αέρα που έχουν κινητήρα.