αιματοστάτι
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
Greek Monolingual
το αιματοστάτης
1. ο αιματοστάτης
2. δαχτυλίδι με πέτρα αιματοστάτη.