αισχυντηλός

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰσχυντηλός, -ή, -όν)
ντροπαλός, συνεσταλμένος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν
η αιδημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία.