τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
ἰσχναλέος, -α, -ον (Μ)ο ισχαλέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -αλέος].