ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
καρυόκουφος, -ον (Α)ελαφρός σαν καρύδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κοῡφος «ελαφρός»].