καταπιεστικός
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ασκεί καταπίεση ή που γίνεται για καταπίεση, καταθλιπτικός («καταπιεστική φορολογία»)
2. καταδυναστευτικός, τυραννικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].