καταπιέζω

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῐέζω Medium diacritics: καταπιέζω Low diacritics: καταπιέζω Capitals: ΚΑΤΑΠΙΕΖΩ
Transliteration A: katapiézō Transliteration B: katapiezō Transliteration C: katapiezo Beta Code: katapie/zw

English (LSJ)

compress, Thphr. Ign.23.

German (Pape)

[Seite 1369] herunter-, niederdrücken, zusammendrücken, Sp., wie Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιέζω: πιέζω πρὸς τὰ κάτω, καταθλίβω, Βασίλ. εἰς Γρηγ. Ναζ.- Παθ., Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 7.

Greek Monolingual

καταπιέζω)
πιέζω, συνθλίβω, σπρώχνω προς τα κάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. στενοχωρώ υπερβολικά κάποιον, τον βασανίζω, τον τυραννώ ψυχολογικώς ή σωματικώς
2. στερώ την ελευθερία και τα δικαιώματα κάποιου με τη βία, καταδυναστεύω.