άψητος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄψητος, -ον)
1. αδάμαστος, ανυπότακτος
2. (για μετάξι) που δεν έβρασε για να γίνει λευκό και στιλπνό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά
2. εκείνος που βράζει ή ψήνεται δύσκολα
3. ο ωμός
4. ο ανώριμος
5. (για ανθρώπους) α) αγύμναστος, άπειρος
β) νωθρός
γ) (για δουλειές) αυτός που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.