κεφαλόπονος
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
ο (Μ κεφαλόπονος)
πονοκέφαλος, κεφαλαλγία.
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
ο (Μ κεφαλόπονος)
πονοκέφαλος, κεφαλαλγία.