κεφαλαλγία
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-KContents
English (LSJ)
ἡ, A headache, in plural, Hp.Aph.3.13, Arist.Pr.860a37, Str.16.2.41, IG42(1).126.27 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 1428] ἡ, der Kopfschmerz, Medic., Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαλγία: ἡ, κεφαλόπονος, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. Προβλ. 1. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mal de tête.
Étymologie: κεφαλαλγός.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κεφαλαλγία) κεφαλαλγώ
γενική ονομασία όλων τών πόνων της κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κεφαλαλγία: ἡ, πονοκέφαλος· έπειτα -αργία, ἡ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαλγία: ἡ тж. pl. головная боль Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλαλγία -ας, ἡ, Ion. κεφαλαλγίη, later κεφαλαργία [κεφαλή, ἄλγος] hoofdpijn.
Middle Liddell
κεφαλαλγία, ἡ, [from κεφᾰλαλγής]
head-ache: later κεφαλαλγίη, Luc.