πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
-ά, -ό (Μ κλεψιμιός, -ιά, -ό[ν] και κλεψίμιος, -ία, -ο[ν] και κλεψιμίος, -ία, -ίον)βλ. κλεψιμαίος.