κιθωνίσκος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
κιθωνίσκος: ὁ, = χιτωνίσκος, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν ἐν Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 424.
Greek Monolingual
κιθωνίσκος, ὁ (Α)
ιων. τ. χιτωνίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος με μετάθεση της δασύτητας].
κιθωνίσκος: ὁ, = χιτωνίσκος, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν ἐν Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 424.
κιθωνίσκος, ὁ (Α)
ιων. τ. χιτωνίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος με μετάθεση της δασύτητας].