Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
καυσῶ, -όω (Α)
καύσος
1. θερμαίνω
2. παθ. καυσοῡμαι, -όομαι
α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῑα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)
β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.