λιγόχρονος
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
και ολιγόχρονος, -η, -ο (Α ολιγόχρονος, -ον)
αυτός που διαρκεί ή ζει για λίγο χρόνο.