λιγόχρονος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Greek Monolingual
και ολιγόχρονος, -η, -ο (Α ολιγόχρονος, -ον)
αυτός που διαρκεί ή ζει για λίγο χρόνο.
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
και ολιγόχρονος, -η, -ο (Α ολιγόχρονος, -ον)
αυτός που διαρκεί ή ζει για λίγο χρόνο.