λογούμαι
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
(Μ λογοῡμαι)
λογαριάζομαι, θεωρούμαι, νομίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογίζομαι.
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(Μ λογοῡμαι)
λογαριάζομαι, θεωρούμαι, νομίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογίζομαι.