λογούμαι

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

(Μ λογοῦμαι)
λογαριάζομαι, θεωρούμαι, νομίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λογίζομαι.