μειρακίζω

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

μειρακίζω (ΑM) μείραξ
μσν.
παριστάνω τον έφηβο
αρχ.
(το μέσ.) μειρακίζομαι
(για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος.