μαυροπείσματος
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek Monolingual
μαυροπείσματος, -η, -ον (Μ)
ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + πεῖσμα.