μαύρος

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μαῡρος, -η, -ον)
αυτός που είναι μελανός, ο μελανόχρωμος
νεοελλ.
μτφ.
1. δυστυχής, κακότυχος, άθλιος ή αυτός που φέρνει δυστυχία (α. «μαύρη, μωρέ, πικρή είν' η ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες» β. «έρχονται μαύρες μέρες για όλους μας»)
2. ο άκρως αντιδραστικός
3. (για δόντια) χαλασμένος, σάπιος
4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο μαύρος, η μαύρη
άτομο που ανήκει στη νεγροειδή φυλή
5. (το ουδ. ή θηλ. ως ουσ.) το μαύρο ή η μαύρη
(στη γλώσσα ναρκομανών) το χασίς
6. το ουδ. ως ουσ. το μαύρο
(τυπογρ.) το εντονότερο σε γραφική παράσταση και οπτική ένταση τυπογραφικό στοιχείο του αλφαβήτου
7. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) οι μαύρες
α) οι φλύκταινες της νόσου ευλογιάς
β) συνεκδ. λέγεται ως κατάρα («μπα, που να βγάλεις μαύρες»!)
8. φρ. α) «τον έκανε μαύρο στο ξύλο» — τον έδειρε τόσο πολύ ώστε το δέρμα του μελάνιασε
β) «ντύθηκε στα μαύρα» ή «έβαλε τα μαύρα» ή «φόρεσε τα μαύρα» ή «βουτήχθηκε στα μαύρα» — έχει βαρύ πένθος
γ) «μαύρο φίδι που σέ έφαγε» — θα τιμωρηθείς πολύ σκληρά, θα υποστείς βαριά τιμωρία, ζημιά ή βλάβη
δ) «μαύρη ψήφος» ή, απλώς, «μαύρα» — η αρνητική ψήφος («πήρε πολλά μαύρα στις εκλογές»)
ε) «τά βλέπω όλα μαύρα» — είμαι πάρα πολύ απαισιόδοξος
στ) «μαύρα μάτια κάναμε να σέ δούμε» — δεν σέ είδαμε για πολύ καιρό
ζ) «είμαι στις μαύρες μου» ή «έχω τις μαύρες μου» — είμαι άκεφος ή απελπισμένος
η) «μαύρη αγορά» — πώληση σε πολύ υψηλή τιμή εμπορευμάτων που σπανίζουν ή είναι απαγορευμένα
θ) «μαύρη ήπειρος» — η Αφρική
ι) «μαύρη φυλή» — η νεγροειδής φυλή
ια) «μαύρο κιβώτιο» — εγκλεισμένη σε προστατευτικό κιβώτιο συσκευή που καταγράφει σε ταινία πληροφορίες σχετικές με τη λειτουργία και τα συστήματα πλοήγησης αεροπλάνου για να ερευνηθούν εκ τών υστέρων οι συνθήκες ενός ενδεχόμενου ατυχήματος
ιβ) «μαύρο χιούμορ» — είδος ευθυμογραφίας το οποίο χρησιμοποιεί μακάβρια θέματα
ιγ) «μαύρη αλήθεια» — πικρή αλήθεια
ιδ) «μαύρη τρύπα» ή «μελανή οπή»
i) (αστρ.-φυσ.) ουράνιο σώμα που έχει φθάσει στο τελικό στάδιο της εξέλιξής του και από το οποίο δεν μπορεί να διαφύγει κανενός είδους ακτινοβολία, ούτε καν το φως
ii) μτφ. μεγάλο κενό, μεγάλο έλλειμμα («η μαύρη τρύπα του προϋπολογισμού»)
9. παροιμ. α) «όταν ψοφήσει ο μαύρος μου, χορτάρι μη φυτρώσει» — λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μη ύπαρξη συμφέροντος συνεπάγεται αδιαφορία
β) «ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι» — λέγεται για μάταιες ή απραγματοποίητες ελπίδες ή υποσχέσεις
νεοελλ.-μσν.
1. (για πρόσ.) μελαχρινός, μελαψός
2. σκούρος, σκοτεινόχρωμος («μαύρους καπνούς σηκώνει η φωτιά», Ερωφ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ο μαύρος
άλογο μαύρου χρώματος, ο καράς
4. μτφ. α) κακός, μοχθηρός, κακόβουλος («έχει μαύρη ψυχή»)
β) αντίξοος
γ) πένθιμος, θλιβερός
5. φρ. «μαύρα δάκρυα» — πικρά, πολύ πονεμένα δάκρυα
μσν.
1. άτυχος
2. λερωμένος, βρόμικος·.3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαῡρον
το μελάνι της σουπιάς
4. φρ. α) «μαύρη βασιλεία» και «μαύρη σκοτεινοτάτη γῆ» — ο Άδης
β) «μαῡρα πνεύματα» — οι δαίμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀμαυρός ή μαυρός. Κατ' άλλη άποψη, < λατ. maurus < ἀμαυρός.
ΠΑΡ. μσν. μαυρέας, μαυριάζω, μαυρότητα, μαυρούτσικος
μσν.- νεοελλ.
μαυράδα, μαυράδι, μαυρ(ε)ιδερός, μαυρίζω
νεοελλ.
μαυρίλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μαυρότριχος
μσν.
μαυροκατσίβελος, μαυρομουζομύτης, μαυροπείσματος, μαυροπλουμιστομάτης, μαυροπόδαρος, μαυρότεχνος, μαυροτριχαράτος
μσν.- νεοελλ.
μαυροκόρακας, μαυροκουρούνα, μαυρομάνικος μαυρόπτερος, μαυροτήγανο, μαυρόχορτο
νεοελλ.
μαυραγάνι, μαυροαραχνιασμένος, μαυρόβουρκος, μαυρογελασμένος, μαυρογένης, μαυρογενούδης, μαυρογή, μαυροδάφνη, Μαυροθαλασσίτης, μαυροκίτρινος, μαυροκόκκινος, μαυρολογώ, μαυρομάλλης, μαυρομαντιλού, μαυρομάτης, μαυρομούστακος, μαυροντυμένος, μαυρόπετρα, μαυροπίνακας, μαυροπράσινος, μαυροσίταρο, μαυροσκεπάζω, μαυροσυννεφιασμένος, μαυροτσούκαλο, μαυροφέρνω, μαυροφρύδης, μαυρόχωμα, μαυρόψαρος. (Β' συνθετικό) υπόμαυρος
νεοελλ.
ασπρόμαυρος, βυσσινόμαυρος, ημίμαυρος, θεόμαυρος, κατάμαυρος, κιτρινόμαυρος, κοκκινόμαυρος, ολόμαυρος, πρασινόμαυρος, σταχτόμαυρος].